ψιλούς

ψιλούς
ψῑλούς , ψιλός
bare
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • FUNDITORES — Graecis Γυμνῆτες, ut et ceterae leves armaturae, quos ψιλοὺς vocant Hesych. Γυμνῆτες, οἱ μὴ ἔχοντες ὅπλα, οἱ δὲ τοὺς σφενδονητὰς, οἱ δὲ τοὺς γυμνοὺς μαχομένους. Unde iisdem Γυμνηςίαι dictae Insulae, quae ab eadem ratione Latinis Baleares vel… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GYMNSSIAE — duae ins. maris Iberici. Strab. l. 2. p. 129, 144, et 159. Graece Γυμνησίαι. Dictae sic Baleates sunt Graecis, non quod populi illarum nudi eslent, sed quod funditores eximii, quales, ut et ceterae leves armaturae, quos ψιλοὺς vocant, Γυμνῆτες… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… …   Dictionary of Greek

  • λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • πεζικός — ή, ό, ΝΜΑ [πεζός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες (α. «ὅπλα πεζικά» β. «πεζική δύναμη») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεζικό(ν) μάχιμο σώμα τού στρατού ξηράς, το πολυαριθμότερο και ένα από τα πιο βασικά όπλα του αρχ. 1. οι… …   Dictionary of Greek

  • ψιλαγία — ἡ, Α [ψιλαγός] 1. η αρχηγία τών ψιλών, δηλαδή τών ελαφρά οπλισμένων στρατευμάτων 2. στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο από 256 ψιλούς …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • άργιλος — η χώμα ασπριδερό ή κοκκινωπό από πολύ ψιλούς κόκκους που χρησιμοποιείται στην αγγειοπλαστική και στην πλιθοποιία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”